- ἀπήχθη
- ἀπάγωlead awayaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
Γκοχάρ αλ Ρούμι — (10ος αι.). Άραβας στρατιωτικός, ελληνικής καταγωγής. Το όνομά του σημαίνει Γ. ο Έλληνας. Αναφέρεται επίσης και με το όνομα Αλ Κατίμπ αλ Ρούμι, δηλαδή ο Έλληνας γραμματέας. Οι μόνες βιογραφικές πληροφορίες που υπάρχουν για τον Γ. είναι ότι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
απάγομαι — απάγομαι, (απήχθη απήχθησαν) βλ. πίν. 136 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής